τερι-

τερι-
см. ταιρι\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τερι-" в других словарях:

  • Γκίλιαμ, Τέρι — (Terry Gilliam,Μινεάπολη 1940 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σχεδιαστής, σεναριογράφος και ηθοποιός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αλλά το σκίτσο ήταν αυτό που τον προσέλκυσε επαγγελματικά. Συνάντησε τον ηθοποιό Τζον… …   Dictionary of Greek

  • Μόντι Πάιθον — (Monty Python). Συλλογική ονομασία της ομάδας κωμικών ηθοποιών και σεναριογράφων που αποτελούσαν οι Βρετανοί Τζον Κλιζ (John Cleese, 1939 ), Ερικ Αϊντλ (Eric Idle, 1943 ), Μάικλ Πάλιν (Michael Palin, 1943 ), Τέρι Τζόουνς (Terry Jones, 1942 ) και… …   Dictionary of Greek

  • ITHACA — vulgo Val di Compare, Turc. Phiachi, Graec. Theaehi, ins. in mari Ionio. ante Epirum, Ulyssis patria. In ea est urbs eiusdem nominis. Item mons Neritos, a quo tota ins. interdum Neritos dicta est. In hac lepores non vivunt. Baudr. Plin. l. 8. c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PELLEX — antiquis proprie ea dicta est, quae uxorem habenti nupsit, Fest. ut Concubina, quae caelibi viro, sine nuptiis cohabitat, Freinshemius Not. ad Curtium l. 3. c. 3. Huic poenam constituit Numa, Lege hâc: Pellex. aram. Iunonis. ne tangito. si.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROTUNDUM Vestimentum — Veteribus dicitur, quod angulos non habet; fignisicat autem angulus in veste partem extremam vestis, ubi aperta est, quaein acumen desinit, tam in ima vestis ora, quam in summa, cuiusmodi anguliin vestibus quadratis conspicui. Quae itaque circa… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Κέιλ, Τζον — (John Cale, Γκάρναντ, Ουαλία 1940 –). Ουαλός μουσικός. Σπούδασε μουσική στο κολέγιο Γκόλντσμιθς στο Λονδίνο και ξεκίνησε ως τσελίστας κλασικής μουσικής. Το 1963, εποχή κατά την οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αμερικανική αβανγκάρντ,… …   Dictionary of Greek

  • Κλιζ, Τζον — (John Cleese, Αγγλία 1939 –). Βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Συνάντησε την Κόνι Μπουθ (την οποία παντρεύτηκε αργότερα) και… …   Dictionary of Greek

  • Κρέιγκ, Έντουαρντ Γκόρντον — (Edward Gordon Craig, Χερτφορντσάιρ 1872 – Βενς 1966). Άγγλος σκηνοθέτης, σκηνογράφος και θεωρητικός του θεάτρου. Γιος μιας ηθοποιού και ενός αρχιτέκτονα, έπαιζε στο θέατρο έως το 1887. Στη συνέχεια ασχολήθηκε κατά διαστήματα με τη σκηνοθεσία και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»